- ὀπισθοφυλακῶν
- ὀπισθοφυλακέωguard the rearpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀπισθοφυλάκων — ὀπισθοφύλαξ one who guards the rear masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπισθοφυλακία — ὀπισθοφυλακία, ἡ (Α) [οπισθοφύλαξ] η διοίκηση τών οπισθοφυλάκων, τής οπισθοφυλακής … Dictionary of Greek
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek